ὀπάων — ὀπά̱ων , ὀπάων comrade masc nom/voc sg ὀπά̱ων , ὀπή opening fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπέων — ὀπάων comrade masc nom/voc sg (ionic) ὀπή opening fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπέωνας — ὀπάων comrade masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπέωνες — ὀπάων comrade masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… … Dictionary of Greek
οπέων — ὀπέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οπάων … Dictionary of Greek
συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] … Dictionary of Greek
ὀπαόνων — ὀπᾱόνων , ὀπάων comrade masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)